- αλαμπία
- η1) тусклость; 2) безрадостность
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀλαμπία — ἀλαμπίᾱ , ἀλαμπία one fem nom/voc/acc dual ἀλαμπίᾱ , ἀλαμπία one fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλαμπία — η (Μ ἀλαμπία) [ἀλαμπής] έλλειψη φωτός ή λάμψης … Dictionary of Greek
αλαμπής — ἀλαμπής, ὲς (Α) 1. ο μη λαμπρός, ο χωρίς λάμψη, ο θαμπός 2. άσημος, άδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ + λαμπὴς < λάμπω. ΠΑΡ. μσν. νεοελλ. ἀλαμπία] … Dictionary of Greek